- βραχύυπνος
- βραχύϋπνος, -ον (Α)αυτός που έχει λίγο ύπνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραχύυπνος — of short masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχύυπνον — βραχύυπνος of short masc/fem acc sg βραχύυπνος of short neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχύυπνα — βραχύυπνος of short neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραχυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς. Πρώτο συνθετικό λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την σε όγκο, μήκος, έκταση ή ποσό βραχύτητα. Πρβλ. βραχυδάκτυλος, βραχυκέφαλος, βραχύπτερος, βραχυσκελής αρχ. βραχύλογος και βραχυλόγος,… … Dictionary of Greek
ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… … Dictionary of Greek